Άγιος Δημήτριος

Βίος Αγίου Δημητρίου

In Βίοι αγίων by myronzwhs

Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη κατά τους χρόνους της βασιλείας του μεγάλου διώκτου των Χριστιανών Διοκλητιανού και Μαξιμιανού Ερκούλιου (284-305 μ.Χ). Καίσαρας της Μακεδονίας τοποθετήθηκε ο Μαξιμιανός Γαλέριος, ο οποίος εξαπέλυσε αληθινό πόλεμο εναντίον των Χριστιανών. Εκλεκτό μέλος της εκκλησίας των Θεσσαλονικέων ήταν και ο Άγιος Δημήτριος, ο οποίος προερχόταν από ευσεβείς και επιφανείς γονείς. Είχε δε προικισθεί από τον θεό με πολλά αγαθά και με πλήθος σωματικών και πνευματικών χαρισμάτων. Η φήμη του έφθασε μέχρι το βασιλιά Γαλέριο, ο οποίος εκτιμώντας τις αρετές του τον έκανε μέλος της Συγκλήτου της πόλεως και τον διόρισε στρατηγό όλης της Θεσσαλίας και ανθύπατο και αφέντη όλης της Ελλάδας. Ο Άγιος Δημήτριος, ως χριστιανός, κατηχούσε και δίδασκε με ιεραποστολικό ζήλο και με τη φωτεινή παρουσία του τους Θεσσαλονικείς, που τους κατέκλυσε η ειδωλολατρία, οδηγώντας τους προς τον Χριστό και την αλήθεια Του. Όταν πληροφορήθηκε ο Μαξιμιανός τη δραστηριότητα αυτή του Αγίου, διέταξε και τον έφεραν ενώπιόν του. Ο Άγιος ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό με συνέπεια να τον οδηγήσουν στη φυλακή, σ ?ένα παλαιό δημόσιο λουτρό δίπλα στο στάδιο, όπου υπέστη πολλές κακουχίες και βασανιστήρια.

Κατά τη διάρκεια αγωνισμάτων στο στάδιο, που διοργάνωναν οι βασιλείς για να διασκεδάζουν με τις θυσίες στα είδωλα, τις αιματοχυσίες και τους φόνους των ανθρώπων, ένας μαθητής του Αγίου Δημητρίου, ο Νέστορας, θέλοντας να δείξει τη δύναμη του αληθινού θεού πήγε στο λουτρό που ήταν φυλακισμένος ο Άγιος, πήρε την ευλογία και την ευχή του Αγίου, βγήκε στο στάδιο και με την επίκληση «Θεέ Δημητρίου βοήθει μοι!» νίκησε τον γιγαντόσωμο και ανίκητο Λυαίο

Το γεγονός αυτό προκάλεσε οργή στο βασιλιά, ο οποίος πρόσταξε τους στρατιώτες να πάνε εκεί που ήταν φυλακισμένος ο Άγιος και να τον φονεύσουν. Οι στρατιώτες τον ελόγχευσαν σε όλο του το σώμα μέχρι θανάτου. Κάποιοι ευλαβείς Χριστιανοί ήλθαν κρυφά στο λουτρό εκείνο και ενταφίασαν το λείψανο στο μέρος στο οποίο μαρτύρησε. Αργότερα στο σημείο αυτό κτίσθηκε ναΐσκος ο οποίος περιλαμβάνει και τον ιαματοφόρο τάφο του Αγίου.

Ο μαθητής του Αγίου Λούπος, με το δαχτυλίδι και τον μανδύα που πήρε από τον Άγιο κατά την ώρα του μαρτυρίου, ενεργούσε θαύματα πολλά, ώσπου στο τέλος, όταν το έμαθε ο βασιλιάς, τον αποκεφάλισαν και αυτόν. Κατ? αυτόν τον τρόπο ετελειώθη ο Πανένδοξος Μεγαλομάρτυς, ο Πολιούχος, το μέγα της οικουμένης θαύμα, της Εκκλησίας το ωράισμα, ο πολύς τα πάντα, και θαυματουργός και Μυροβλύτης Άγιος Δημήτριος.

Άγιος Δημήτριος

Aγιος Δημήτριος

Στην εικόνα αυτή ο Άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται καβαλάρης με στρατιωτική στολή πάνω σε κόκκινο άλογο φονεύοντας με το δόρυ του τον τσάρο των Βουλγάρων Σκυλογιάννη. Πρόκειται για το θαύμα που έγινε τον Οκτώβριο του 1207 έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Ο τσάρος των Βουλγάρων Ιωαννίτζης που οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν Σκυλογιάννη, φονεύτηκε κατά την παράδοση από τον Άγιο Δημήτριο, όταν εκείνος πολιορκούσε την Θεσσαλονίκη. Στο πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου η Θεσσαλονίκη βλέπει πάντοτε τον προστάτη της, το στήριγμά της. (Η απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους το 1912 συνέπεσε με την ημέρα της γιορτής του αγίου μας). Δίκαια ο Άγιος Δημήτριος αποκαλείται από τον υμνωδό της Εκκλησίας « ο μέγας φρουρός της Θεσσαλονίκης, ο ρύστης εν τοις κινδύνοις ο εξαίρετος, πρόμαχος ο κράτιστος» (Κανών δεύτερος). Σ’ έναν άλλο Κανόνα, που συνέθεσε ο Συμεών Θεσσαλονίκης, ο Άγιος Δημήτριος φέρεται να λέει στην προστατευόμενή του πατρίδα Θεσσαλονίκη: «…μη φοβού ουν, πατρίς μου, εμέ κατέχουσα, τους εχθρούς σου γαρ πάντας πατάξω εν Χριστώ και φυλάξω σε την τιμωσανμε». Δίκαια παρατηρήθηκε, πως από όλες τις εικόνες του Αγίου Δημητρίου, η εικόνα του εφίππου άγιου αγαπήθηκε περισσότερο, γιατί ενσαρκώνει τα ελληνικά ιδεώδη της παλληκαριάς και της λεβεντιάς. Στη συνείδηση των πιστών ο Άγιος Δημήτριος δεν είναι μόνο, κατά τον υμνωδό, «κρηπίς ακατάβλητος καί θεμέλιος άρρηκτος καί πολιούχος, οικιστής καί υπέρμαχος» της πόλεως της Θεσσαλονίκης και «εν πολλοίς καί πολλάκις κινδύνοις χαλεποίς των Θεσσαλονικέων προϊστάμενος», αλλά και ο μέγας υπέρμαχος της οικουμένης. Για τούτο ψάλλει η Εκκλησία μας: «Μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις, σε υπέρμαχον η οικουμένη, αθλοφόρε τα έθνη τροπούμενον. Ως ουν Λυαίου καθείλες την έπαρσιν, εν τω σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα, ούτως Άγιε, μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος» (Απολυτίκιο του αγίου).

Πηγή: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος

Άγιος Δημήτριος

Στην εικόνα αυτή ο Άγιος Δημήτριος εικονίζεται κατ’ ενώπιον, ως τη μέση περίπου, νέος, αγένειος, με κοντά σγουρά μαλλιά, πάνω σε δίχρωμο βάθος, χρυσό στο επάνω τμήμα και βαθυγάλαζο στο κάτω. Τα μαλλιά του στολίζει στεφάνι με πολύτιμους λίθους. Φορά πανοπλία και χιτώνα και από τους ώμους του κρέμονται κράνος και μικρή στρογγυλή ασπίδα. Με το δεξί του χέρι κρατεί δόρυ και με το αριστερό ξίφος μέσα στη θήκη. Την κεφαλή του περιβάλλει ανάγλυφο φωτοστέφανο διακοσμημένο με σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα, ενώ το κέντρο του θώρακά του κοσμεί ανάγλυφο χρυσό εγκόλπιο με την παράσταση του Χριστού. Την εικόνα περιτρέχει χρυσή ταινία διακοσμημένη επίσης με ανάγλυφα φυτικά κοσμήματα.

Οι πρωιμότερες παραστάσεις του Αγίου Δημητρίου χρονολογούνται στο τέλος του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα. Στην παρούσα εικόνα συνδυάζονται στοιχεία από παλαιολόγειες και μεταβυζαντινές παραστάσεις στρατιωτικών αγίων. Η υψηλή ποιότητα της ζωγραφικής, καθώς και τα εικονογραφικά-τεχνοτροπικά της χαρακτηριστικά, τη συνδέουν με την τέχνη της Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα με το έργο του κυριότερου εκπροσώπου της Φράγγου Κατελάνου και του κύκλου του. Σε αυτό συνηγορεί και η προέλευση της εικόνας από το ναό της Υπαπαντής στη Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκονται άλλες δύο εικόνες τέμπλου που έχουν αποδοθεί στον ίδιο ζωγράφο. Τα δύο αυτά έργα μαζί με δύο ακόμη, από το ναό του Αγίου Αθανασίου στην ίδια πόλη, δημιουργούν ένα σύνολο που πιθανότατα ο Κατελάνος φιλοτέχνησε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άγιον Όρος, όταν πραγματοποίησε τη διακόσμηση του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου στη μονή Μεγίστης Λαύρας, στα 1560.

Πηγή: Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο